- ταυροσφαγώ
- -έω, Α [ταυροσφάγος]1. σφάζω ταύρο2. (κυρίως φρ.) «ταυροσφαγῶ ἐς σάκος» — κόβω τον λαιμό τού ταύρου και δέχομαι το αίμα του στο κοίλο τμήμα τής ασπίδας (Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυροσφάγῳ — ταυροσφάγος bull slaughtering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)